- νυκταλωπικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νυκταλωπία.2. αυτός που πάσχει από νυκταλωπία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νυκταλωπικός — ή, ό (Α νυκταλωπικός, ή, όν) [νυκτάλωψ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νυκταλωπία 2. αυτός που πάσχει από νυκταλωπία αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά νυκταλωπικά κρούσματα νυκταλωπίασης … Dictionary of Greek
νυκταλωπικά — νυκταλωπικός attacks of night blindness neut nom/voc/acc pl νυκταλωπικά̱ , νυκταλωπικός attacks of night blindness fem nom/voc/acc dual νυκταλωπικά̱ , νυκταλωπικός attacks of night blindness fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκταλωπικόν — νυκταλωπικός attacks of night blindness masc acc sg νυκταλωπικός attacks of night blindness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκταλωπικοῦ — νυκταλωπικός attacks of night blindness masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)